- λαγῴδιον
- λᾰγῴδιον, τό, Dim. of λαγώς,A leveret, Ar.Ach.520, PFlor.177.13 (iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαγώδιον — λαγῴδιον, τὸ (Α) [λαγώς] λαγουδάκι … Dictionary of Greek
λαγῴδιον — leveret neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγῳδίων — λαγῴδιον leveret neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαγωδάριον — λαγωδάριον, τὸ (Α) [λαγώδιον] λαγουδάκι … Dictionary of Greek
λαγωδίας — λαγωδίας, ὁ (Α) είδος πτηνού με δασύτριχα πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώδιον + κατάλ. ίας*, που απαντά συχνά σε ονομασίες ζώων] … Dictionary of Greek
λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… … Dictionary of Greek